- ἀστοχεῖ
- ἀστοχέωmiss the markpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀστοχέωmiss the markpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστόχει — ἀ̱στόχει , ἀστοχέω miss the mark imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀστοχέω miss the mark pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀστοχέω miss the mark imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъстоупати — ОТЪСТОУПА|ТИ (58), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отходить, отдаляться: Егда св(е)ршають(с) ст҃ы˫а службы. не по(д)баеть iподиѧкономъ ѡлтарныхъ дверiи ни в м(а)лѣ ѿступати. КР 1284, 84а; громи же блистани˫а тогда бывають. в странахъ тѣхъ. [южных] ѥгда вдале… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… … Dictionary of Greek
αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος … Dictionary of Greek